μικροπόδαρος

μικροπόδαρος
η , ο имеющий маленькие ножки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μικροπόδαρος" в других словарях:

  • μικροπόδαρος — η, ο (Μ μικροπόδαρος, η, ον) αυτός που έχει μικρά πόδια, ο κοντοπόδαρος …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικρόπους — και ποιητ. τ. αρσ. μικρόπος, ουν (Μ) αυτός που έχει μικρά πόδια, μικροπόδαρος, κοντοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + πούς (πρβλ. μεγαλό πους)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»